αγαλλίαση — η (Α ἀγαλλίασις) [ἀγαλλιῶ] μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη (ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες … Dictionary of Greek
ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
έξαλμα — ἔξαλμα, το (AM) [εξάλλομαι] 1. άλμα, πήδημα 2. αγαλλίαση αρχ. απόσταση, διάστημα … Dictionary of Greek
αγάλλιασμα — το η αγαλλίαση* … Dictionary of Greek
αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση … Dictionary of Greek
αγαλλιασμός — ο η αγαλλίαση* … Dictionary of Greek
αναγάλλια — η αγαλλίαση, ευφροσύνη, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγαλλιώ, αν(α) * + αγαλλιώ «χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλιάζω»] … Dictionary of Greek
απόλαυση — η (AM ἀπόλαυσις) [απολαύω] 1. ευχαρίστηση, τέρψη 2. ωφέλεια, κέρδος 3. φρ. «είναι απόλαυση αυτός» είναι διασκεδαστικό να τον βλέπεις ή να τον ακούς μσν. 1. αγαλλίαση 2. υποδοχή αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή … Dictionary of Greek